ἀτμίζοντος

ἀτμίζοντος
ἀτμίζω
smoke
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • κιναλιζαρίνη — η χημ. οργανική, κυκλική και αρωματική ένωση η οποία παρασκευάζεται με οξείδωση τής αλιζαρίνης παρουσία ατμίζοντος θειικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quinalizarin < quin (< ισπ. quina) + alizarin < γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ουροτροπίνη — Ονομασία με την οποία δηλώνεται στη φαρμακολογία η εξαμεθυλενοτετραμίνη, οργανική ένωση, χημικού τύπου (CH^6N4 στο μόριό της περιέχει έξι μεθυλικές ρίζες (= CHz) που συνδέονται με τέσσερα άτομα αζώτου. Την παρασκεύασε για πρώτη φορά ο Μπούτλερωφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”